πλινθοφορος

πλινθοφορος
    πλινθοφόρος
    πλινθο-φόρος
    ὅ подносчик кирпичей Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πλινθοφορος" в других словарях:

  • πλινθοφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθοφόρος — ον, Α 1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθοφόρος τεχνίτης που κουβαλά πλίνθους 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πλινθοφόρος ονομασία νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + φόρος (< φέρω) …   Dictionary of Greek

  • πλινθοφόρῳ — πλινθόφορος carrying bricks masc/fem/neut dat sg πλινθοφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθοφόροι — πλινθοφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AEGYPTUS — I. AEGYPTUS Ciceronis libertus, l. 16. ep. 15. Ad Tyronem. II. AEGYPTUS Rex Aethiopum, a S. Matthaeo, ut horum traditio haber, ad Christi fidem conversus. Marmol. l. 10. c. 13. III. AEGYPTUS a quo Aegypto regioni nomen secundum quosdam, Beli fil …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πλινθοφορώ — έω Α [πλινθοφόρος] μεταφέρω, κουβαλώ πλίνθους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»